- κεφάλωμα
- κεφάλωμα, τὸ (Α)επιγρ. το ολικό ποσό, το άθροισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κεφαλ-όω < κεφαλή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μόρφωμα — το (ΑΜ μόρφωμα) 1. μορφή, εικόνα, σχήμα νεοελλ. 1. δημιούργημα, σχηματισμός 2. βιολ. φαινότυπος που εμφανίζεται σε ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον μσν. απεικόνιση μορφής, κυρίως αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώνω ή < μορφή… … Dictionary of Greek